κλάκα

κλάκα
η
1. τα χειροκροτήματα ή άλλες επιδοκιμαστικές ή αποδοκιμαστικές εκδηλώσεις εγκαθέτων, πληρωμένων συνήθως, σε θέατρο, συνέλευση ή άλλη συγκέντρωση, με σκοπό τη δημιουργία καλών ή κακών εντυπώσεων υπέρ ή κατά ηθοποιού ή ομιλητή και τον επηρεασμό τού κοινού
2. το σύνολο τών εγκάθετων θεατών θεάτρου ή άλλης συγκέντρωσης οι οποίοι συστηματικά καταχειροκροτούν ή αποδοκιμάζουν ένα έργο ή έναν ηθοποιό ή έναν ομιλητή, για να δημιουργήσουν καλές ή κακές εντυπώσεις και να επηρεάσουν αναλόγως τους άλλους θεατές ή ακροατές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. claque < ρ. claquer «κροτώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλακαδόρος — ο εγκάθετος και συνήθως πληρωμένος θεατής που παίρνει μέρος στην κλάκα, μέλος τής κλάκας, αλλ. κλακέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάκα + κατάλ. δόρος (< βεν. dore, πρβλ. κομπινα δόρος, τσιλια δόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”